μεταμεσημβρινός

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετά τη μεσημβρία και μέχρι την εσπέρα χρονικό διάστημα, απογευματινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + μεσημβρινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].