οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(Α μεταρσιῶ, -άω) μετάρσιοςεγείρω, υψώνω στον αέρα, σηκώνω ψηλά(