Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
μηνίαρχος, ὁ (Α)ο μηνιάρχης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -αρχος (< ἄρχω) κατά το ταξί-αρχος].