μονιάζω
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
Greek Monolingual
1. (για άγρια ζώα, και ιδίως, για λύκους) μονιά
μένω στη φωλιά μου («όταν ξέσπασε η καταιγίδα όλα τα ζώα μόνιασαν στις φωλιές τους»)
2. παραμένω σε κρησφύγετο, παραμονεύω («ο λύκος μονιάζει πίσω από τα φυλλώματα περιμένοντας το θύμα του»)
3. (για πρόσ.) κατοικώ («πήγε στην πρωτομάγισσα, που εμόνιαζε στο λόγγο», Κρυστ.).