μονιάζω
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
1. (για άγρια ζώα, και ιδίως, για λύκους) μονιά
μένω στη φωλιά μου («όταν ξέσπασε η καταιγίδα όλα τα ζώα μόνιασαν στις φωλιές τους»)
2. παραμένω σε κρησφύγετο, παραμονεύω («ο λύκος μονιάζει πίσω από τα φυλλώματα περιμένοντας το θύμα του»)
3. (για πρόσ.) κατοικώ («πήγε στην πρωτομάγισσα, που εμόνιαζε στο λόγγο», Κρυστ.).