μονιάζω Search Google

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

1. (για άγρια ζώα, και ιδίως, για λύκους) μονιά
μένω στη φωλιά μου («όταν ξέσπασε η καταιγίδα όλα τα ζώα μόνιασαν στις φωλιές τους»)
2. παραμένω σε κρησφύγετο, παραμονεύω («ο λύκος μονιάζει πίσω από τα φυλλώματα περιμένοντας το θύμα του»)
3. (για πρόσ.) κατοικώ («πήγε στην πρωτομάγισσα, που εμόνιαζε στο λόγγο», Κρυστ.).