καταιγίδα Search Google

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

Greek Monolingual

η (AM καταιγίς, -ίδος)
ραγδαία βροχή με σφοδρό άνεμο, αστραπές και κεραυνούς, θύελλα
μσν.
(για τις ορέξεις και τα πάθη) ορμή, σφοδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιγίζω].

Translations