μουγγαμάρα
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
η
1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα και η κατάσταση του μουγγού, το να μη μπορεί κανείς να μιλήσει, βουβαμάρα
2. μτφ. παρατεταμένη και αμήχανη σιωπή («τί μουγγαμάρα είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουγγός + κατάλ. -αμάρα (πρβλ. βουβ-αμάρα, κουτ-αμάρα)].