μορφάλλαξη

From LSJ
Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

η
βιολ. διαδικασία αναδιοργάνωσης τών ιστών, που παρατηρείται σε πολλούς κατώτερους οργανισμούς μετά από σοβαρό τραυματισμό, όπως είναι λ.χ. η διχοτόμηση του ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morphallaxis (< μορφή + αλλάττω)].