μορφάλλαξη
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
η
βιολ. διαδικασία αναδιοργάνωσης τών ιστών, που παρατηρείται σε πολλούς κατώτερους οργανισμούς μετά από σοβαρό τραυματισμό, όπως είναι λ.χ. η διχοτόμηση του ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morphallaxis (< μορφή + αλλάττω)].