νυκτοβατία
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοβᾰτία: ἡ, τὸ βαδίζειν κατὰ τὴν νύκτα, ἡ συνήθεια τοῦ νυκτοβάτου, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 366. 55˙ ἀλλ’ ἴδε Littré 6, σ. 656.
Greek Monolingual
νυκτοβατία, ἡ (Α) νυκτοβάτης
νυκτοβασία.