νείδι

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

το
1. προσβολή της τιμής κάποιου, ατίμωση, όνειδος
2. παροιμ. «κάλλιο του Χάρου σκέπασμα παρά του κόσμου νείδι» — είναι προτιμότερος ο θάνατος από την ατίμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. από το ρ. νειδ-ίζω (πρβλ. διασκέλι < διασκελίζω].