μυκητοειδής

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με μύκητα («μυκητοειδείς θηλές της γλώσσας»)
2. ιατρ. χαρακτηρισμός καταστάσεων του δέρματος, όπως είναι οι διάφορες εξελκώσεις, που παρουσιάζουν εκβλαστήσεις οι οποίες θυμίζουν μύκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].