μυκητοειδής
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που μοιάζει με μύκητα («μυκητοειδείς θηλές της γλώσσας»)
2. ιατρ. χαρακτηρισμός καταστάσεων του δέρματος, όπως είναι οι διάφορες εξελκώσεις, που παρουσιάζουν εκβλαστήσεις οι οποίες θυμίζουν μύκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].