ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
η
(βιοχ.) η μυοσφαιρίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ., πρβλ. αγγλ. myoglobine (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + globin < λατ. globus «σφαίρα, θρόμβος»)].