ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
μύκομαι: [ῡ], = μυκάομαι, Χρησμ. Σιβ. 2. 9.
μύκομαι (Α)βλ. μυκώμαι.