μυκάομαι

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡκάομαι Medium diacritics: μυκάομαι Low diacritics: μυκάομαι Capitals: ΜΥΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: mykáomai Transliteration B: mykaomai Transliteration C: mykaomai Beta Code: muka/omai

English (LSJ)

fut. μυκήσομαι AP9.730 (Demetr. Bith.), Luc.Phal.1.11: aor.
A ἐμῡκησάμην Ar.Nu.292, Theoc.16.37: used by Hom. once in pres. part., Od.10.413, elsewhere in Ep. aor. μύκον [ῠ], Ep. pf. μέμῡκα (also in A.Supp.352 (lyr.)): plpf. ἐμεμύκειν or μεμύκειν Od.12.395: Ep. iterat. μύκεσκε only in EM624.40:—prop. of oxen, low, bellow, ὁ δὲ μακρὰ μεμυκώς [ὁ ταῦρος] Il.18.580; μεμυκὼς ἠΰτε ταῦρος 21.237; πόριες… μυκώμεναι Od.10.413, cf. A.l.c., E.Ba.738; of a calf, Theoc.l.c.; of Heracles in agony, E.HF870 (troch.: so comically, ἔβλεψεν δριμὺ κἀμυκᾶτο Ar.Ra.562); οἷον μυκτὴρ μυκᾶται Id.V.1488; μάτηρ κεφαλὰν μυκήσατο παιδὸς ἑλοῖσα Theoc.26.20; ὥσπερ λέων μ. Apoc.10.3.
2 of things, πύλαι μύκον οὐρανοῦ Il.5.749; μέγα δ' ἀμφὶ πύλαι μύκον 12.460; of a shield, μέγα δ' ἀμφὶ σάκος μύκε δουρὸς ἀκωκῇ rang, 20.260; of meat, ἀμφ' ὀβελοῖσι μεμύκει bellowed upon the spits (a portent), Od.12.395; μέμυκε δὲ γαῖα καὶ ὕλη Hes.Op.508; βροντῆς μυκησαμένης Ar.Nu.292; κόχλον ἑλὼν μυκήσατο κοῖλον Theoc.22.75:—rare in Prose, Pl.R. 396b, 615e, Arist.Mete.368a25.—An aor. Act., [τυμπάνου] βαρὺ μυκήσαντος AP6.220.11 (Diosc.). (Onomatopoeic word.)

German (Pape)

[Seite 216] aor. ἔμυκον, perf. μέμυκα, den Naturlaut nachahmendes Wort, brüllen; von Rindern, ταῦρος μεμυκώς, Il. 18, 580; πόρτιες μυκώμεναι, Od. 10, 413; κρέα δ' ἀμφ' ὀβελοῖς ἐμεμύκει, 12, 395; δαμαλιν, ἃ μέμυκε, Aesch. Suppl. 347; πόριν μυκωμένην, Eur. Bacch. 737; auch vom Herakles, Herc. f. 870; u. danach komisch ἔβλεψεν εἴς με δριμὺ κἀμυκᾶτο, Ar. Ran. 562; μυκάσατο, Theocr. 22, 75; γοερόν τι μυκώμενοι, Luc. V. H. 2, 44. – Auch von leblosen Dingen, dumpf ertönen, erdröhnen; πύλαι μύκον οὐρανοῦ, sie knarrten auf, Il. 5, 479, vgl. 12, 460; vom Flusse, μεμυκὼς ἠΰτε ταῦρος, 21, 237; vom Schilde, der mit der Lanze getroffen wird, μέγα δ' ἀμφὶ σάκος μύκε δουρὸς ἀκωκῇ, 20, 260; μέμυκε δὲ γαῖα καὶ ὕλη, vom Sturme, Hes. O. 510; vom Donner, μυκησαμένη βροντή, Ar. Nubb. 292.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. μυκέσομαι, ao. ἐμυκησάμην, ao.2 épq. ἔμυκον, pf. μέμυκα;
mugir, rugir au propre et au fig.
Étymologie: R. Μυκ, mugir ; cf. lat. mugio.

Russian (Dvoretsky)

μῡκάομαι: (fut. μυκήσομαι - дор. μυκάσομαι, aor. 1 ἐμῡκησάμην, aor. 2 ἔμῠκον - эп. μύκον, pf.-praes. μέμῡκα)
1 мычать (πόρτιες μυκώμεναι Hom.): μεμυκὼς ἠΰτε ταῦρος Hom. мыча, словно бык;
2 реветь, гудеть (μέμυκε γαῖα καὶ ὕλη Hes.; λέων μυκᾶται NT): μυκησαμένη βροντή Arph. раскаты грома; πύλαι μύκον Hom. загудели (отворяясь) ворота.

Greek (Liddell-Scott)

μῡκάομαι: μέλλ. -ήσομαι Ἀνθ. Π. 9. 730, Λουκ.: ἀόρ. ἐμυκησάμην Ἀριστοφ., Θεόκρ.· - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἅπαξ κατὰ μετοχ. ἐνεστ., ἀλλαχοῦ ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. ἀορ. ἔμῠκον, Ἐπικ. πρκμ. μέμῡκα (ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 351)· ὑπερσ. ἐμεμύκειν ἢ μεμύκειν. Κυρίως ἐπὶ βοῶν, ὡς τὸ Λατ. mugire, μυκῶμαι, «μουγγρίζω», ὁ δὲ μακρὰ μεμυκὼς [ὁ ταῦρος] Ἰλ. Σ. 580· μεμυκὼς ἠΰτε ταῦρος Φ. 237· πόρτιες... μυκώμεναι Ὀδ. Κ. 413· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ἐπὶ μόσχου, Εὐρ. Βάκχ. 738· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους ἐν ἀγωνίᾳ διατελοῦντος, δεινὰ μυκᾶται ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 870· (οὕτω, κωμικῶς, ἔβλεψε δριμὺ κἀμυκᾶτο Ἀριστοφ. Βάτρ. 562)· οἷον μυκτὴρ μυκᾶται Ἀριστοφ. Σφ. 1488· ἐπὶ λέοντος, Θεόκρ. 26. 20: - ἀκολούθως ἐπὶ πραγμάτων, οἷον ἐπὶ βαρειῶν πυλῶν τριζουσῶν, πύλαι μύκον οὐρανοῦ (ὡς ὁ Μίλτων, grated harsh thunder), Ἰλ. Ε. 749· μέγα δ’ ἀμφὶ πύλαι μύκον Μ. 460· ἐπὶ ἀσπίδος, μέγα δ’ ἀμφὶ σάκος μύκε δουρὸς ἀκωκῇ, ἐκρότησε, Υ. 260· ἐπὶ κρέατος ἑψηνομένου, ἀμφ’ ὀβελοῖς ἐμεμύκει, ἔσιζε μεγάλως, ἠχηρῶς, Ὀδ. Μ. 395· ἐπὶ τοῦ ἤχου καταιγίδος, μέμυκε δὲ γαῖα καὶ ὕλη Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 505· ἐπὶ βροντῆς, βροντῆς μυκησαμένης (πρβλ. μύκημα, παραμυκάομαι) Ἀριστοφ. Νεφ. 292· ἐπὶ τοῦ φυσῶντος κόγχην, κόχλον ἑλὼν μυκάσατο κοῖλον Θεόκρ. 22. 75· - σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Πολ. 396Β, 615Ε, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 34. - Μέλλ. ἐνεργ. ἐν Χρησμ. Σιβ. 8. 349· ἀόρ. ἐνεργ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 220 [τυμπάνου] βαρὺ μυκήσαντος. (Ἴδε ἐν λ. μύω: - μυκάομαι, μύκον, μέμυκα κυρίως ἐκφράζουσι τὴν φωνὴν τῶν βοῶν, ὡς τὰ βληχάομαι, μηκάομαι, μᾰκών, μέμηκα τὴν τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, τὰ δὲ βρυχάομαι, βέβρυχα, τὴν τῶν ἀγρίων θηρίων καὶ τὸ μωκάομαι τὴν τῶν καμήλων).

Spanish

mugir

English (Strong)

from a presumed derivative of muzo ( to "moo"); to bellow (roar): roar.

English (Thayer)

μυκωμαι; (from μύ or μύ, the sound which a cow utters (Latin mugio)), to low, bellow, properly, of horned cattle (Homer, Aeschylus, Euripides, Plato, others); to roar, of a lion, Revelation 10:3.

Greek Monotonic

μῡκάομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐμυκησάμην· σ' αυτό ανήκουν τα Επικ. Ενεργ. αόρ. βʹ ἔμυκον, παρακ. μέμυκα, υπερσ. ἐμεμύκειν ή μεμύκειν, Λατ. mugire,
1. παράγω βαθύ ήχο (λέγεται για το κοπάδι), μουγκανίζω, μουγκρίζω, λέγεται για βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμ. για τα μοσχάρια, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον Ηρακλή στην επιθανάτια αγωνία του, σε Ευρ. κ.λπ.
2. χρησιμ. για πράγματα, όπως για βαριές πύλες, παράγω τριγμούς, τρίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ασπίδα, παράγω κρότο, στο ίδ.· χρησιμοποιείται για κρέας που ψήνεται, σφυρίζει, τσιτσιρίζει στη σούβλα, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για κεραυνό, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη, πρβλ. βληχάομαι, μηκάομαι, βρυχάομαι, βρωμάομαι).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: low, bellow, of cattle, metaph. roar, creak (mostly poet.).
Other forms: aor. μυκεῖν (Il.), μυκήσασθαι (Ar.), perf. μέμῦκα (Il.).
Compounds: Also with prefix, e.g. ἀμφι-, παρα-, (κ 413), -- As 2. member e.g. in ἐρί-μυκος (bel)lowing loudly (Hom.). The pair μυκεῖν: μέμυκα agrees with κραγεῖν: κέκρα-γα, λακεῖν: λέληκα a.o.; to these came after the intensives the present μυκάομαι with the innovation μυκήσασθαι (βέβρυχα: βρυχάομαι; Fraenkel Nom. ag. 2, 95 n. 3 [p. 96]); on the middle diathesis Schwyzer-Debrunner 227.
Derivatives: Nom. actionis: μυκ-ηθμός m. the bellowing (Il.; Chantraine Form. 137, Porzig Satzinhalte 236), -ημα id. (E., Arist., Call.), -ησις id. (Arist.); backformation μυκή id. (A. R.). Nom. agentis: μυκ-ητής, Dor. -ατάς the bellowing (Theoc.), -ήτωρ id. (Nonn.), -ητίαι σεισμοί (Arist.; "σείοντες την γῆν μετὰ βρόμου"; cf. on βρασματίας s. βράσσω); μυκάμων bellowing (Hymn. Is.). Adj. μυκητικός bellowing (Corn., S. E.). Adv. μυκηδόν with bellowing (unknown. poet POxy. 864, 22).
Origin: IE [Indo-European] [751] *muH- bellow
Etymology: The Greek verb has immediate agreements in Balto-Slavic and Germanic area: Lith. mūkiù, mū̃kti bellow, Slav., e.g. Russ. myčátь, Ukr. múkaty, MHG mūhen id.; besides with IE *g Lat. mūgiō etc., s. 2. μύζω. WP. 2, 310, Pok. 751 f.; cf Fraenkel and Vasmer s.vv., Lidén GHÅ 40 (1934): 3, 35 ff (for Germ., esp. the Nord., important).

Middle Liddell

[Formed from the sound, cf. βληχάομαι, μηκάομαι, βρυχάομαι, βρωμάομαι.]
1. Lat. mugire, to low, bellow, roar, of oxen, Il.; of calves, Od; of Hercules in agony, Eur., etc.
2. of things, as of heavy gates, to grate, creak, Il.; of a shield, to ring, Il.; of meat roasting, to hiss upon the spits, Od.; of thunder, Ar.

Frisk Etymology German

μυκάομαι: {mūkáomai}
Forms: Aor. μυκεῖν (ep. seit Il.), μυκήσασθαι (Ar. u.a.), Perf. μέμῦκα (ep. poet. seit Il.)
Grammar: v.
Meaning: brüllen, von Rindern, übertr. dröhnen, krachen (fast nur poet.).
Composita: auch mit Präfix, z.B. ἀμφι-, παρα-, (seit κ 413) — Als Hinterglied z.B. in ἐρίμυκος sehr, laut brüllend (Hom. u.a.).
Derivative: Davon die Nom. actionis: μυκηθμός m. das Gebrüll (ep. poet. seit Il.; Chantraine Form. 137, Porzig Satzinhalte 236), -ημα ib. (E., Arist., Kall. u.a.), -ησις ib. (Arist.); Rückbildung μυκή ib. (A. R.). Nom. agentis: μυκητής, dor. -ατάς der Brüllende (Theok. u.a.), -ήτωρ ib. (Nonn.), -ητίαι σεισμοί (Arist.; "σείοντες τὴν γῆν μετὰ βρόμου"; vgl. zu βρασματίας s. βράσσω); μυκάμων brüllend (Hymn. Is.). Adj. μυκητικός brüllend (Corn., S. E.). Adv. μυκηδόν unter Gebrüll (unbek. Dicht. POxy. 864, 22).
Etymology: Das Formenpaar μυκεῖν: μέμυκα stimmt zu κραγεῖν: κέκραγα, λακεῖν: λέληκα u.a.; dazu trat nach den Intensiva das Präsens μυκάομαι mit der Neubildung μυκήσασθαι (βέβρυχα: βρυχάομαι; Fraenkel Nom. ag. 2, 95 A. 3 [S.96]); zur medialen Diathese Schwyzer-Debrunner 227. — Das griech. Verb hat unmittelbare Entsprechungen auf baltoslavischem und german. Gebiet: lit. mūkiù, mū̃kti brüllen, slav., z.B. russ. myčátь, ukr. múkaty, mhd. mūhen ib.; daneben mit idg. g lat. mūgiō u.a.m., s. 2. μύζω. WP. 2, 310, Pok. 751 f.; außerdem Fraenkel und Vasmer s.vv. m. weiteren Formen u. Lit., Lidén GHÅ 40 (1934): 3, 35 ff (für das Germ., bes. das Nord., sehr wichtig).
Page 2,266

Chinese

原文音譯:muk£omai 祕卡哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:吼叫
字義溯源:(獅子)吼叫,(家畜)鳴叫,(公牛)咆哮;源自(μυέω)X*=牛鳴聲)。參讀 (ἀκοή)同義字
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 吼叫(1) 啓10:3

Mantoulidis Etymological

μυκῶμαι (=μουγκρίζω). Λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τή φωνή τῶν βοδιῶν μυ.
Παράγωγα: μυκηθμός (=μούγγρισμα), μύκημα, μυκητήςμυκήτωρ.

Léxico de magia

mugir καὶ ἀτένιζε τῷ θεῷ μακρὸν μυκώμενος y mira fijamente al dios dando un gran mugido P IV 712 μυκῶ καὶ καταφίλει τὰ φυλακτήρια καὶ λέγε muge, besa los amuletos y di P IV 659 P IV 707 ἕλκυσαι ἔσω, πληροῦ καμμύων, μύκησαι, ὅσον δύνασαι toma aliento, llénate de aire cerrando los ojos y muge cuanto puedas P XIII 944

Translations

Aromanian: mudzescu; Bulgarian: муча; Danish: brøle; Dutch: brullen; Esperanto: bleki; Finnish: mylviä, ärjyä, karjua; French: mugir; Galician: bruar, burdiar; German: brüllen, röhren; Ancient Greek: μυκάομαι; Ido: bramar; Irish: géim; Italian: muggire, ruggire; Latin: rudo, mugio; Persian: غریدن‎; Portuguese: bramir, rugir, urrar; Romanian: mugi, rage; Russian: рычать, реветь; Sanskrit: रोरोति; Sorbian Lower Sorbian: ricaś; Spanish: bramar, berrear; Swedish: ryta, bröla; Turkish: böğürmek; Welsh: rhuo