μύκομαι

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek (Liddell-Scott)

μύκομαι: [ῡ], = μυκάομαι, Χρησμ. Σιβ. 2. 9.

Greek Monolingual

μύκομαι (Α)
βλ. μυκώμαι.