γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
μύκομαι: [ῡ], = μυκάομαι, Χρησμ. Σιβ. 2. 9.
μύκομαι (Α)βλ. μυκώμαι.