νάρτη
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
ἡ, plant used in perfumery, Thphr.HP9.7.3.
German (Pape)
[Seite 230] ἡ, ein indisches Gewürz, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
νάρτη: ἡ, Ἰνδικόν τι ἄρωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3, ἔνθα ἴδε τὸν Schneid.
Greek Monolingual
νάρτη, ἡ (Α)
είδος φυτού που χρησιμοποιούνταν στην αρωματοποιία.