πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
[Seite 242] = Vorigem, Nonn. 18, 294.
νεόκτιτος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) βλ. νεόκτιστος.