νηρίται
From LSJ
Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
Full diacritics: νηρίται | Medium diacritics: νηρίται | Low diacritics: νηρίται | Capitals: ΝΗΡΙΤΑΙ |
Transliteration A: nērítai | Transliteration B: nēritai | Transliteration C: niritai | Beta Code: nhri/tai |
μεγάλοι, Hsch. νηρίτης,
A v. νηρείτης.
νηρίται (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεγάλοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με νήριτος και έχει διορθωθεί σε νήριται].