Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
η, και ντήζελ, το
άκλ.
1. μηχανή εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιεί ως καύσιμο το βαρύ πετρέλαιο, ντηζελοκινητήρας
2. (το ουδ.) (κατ' επέκτ.) το βαρύ πετρέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. diesel < R. Diesel, όν. Γερμανού μηχανικού και εφευρέτη].