νομισματοκοπείο
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
το
κρατικό ίδρυμα στο οποίο κόβονται και εκτυπώνονται νομίσματα, μετάλλινα και χάρτινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματοκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].