πάρις
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες ή λειριίδες και περιλαμβάνει πολυετή ποώδη φυτά με έρπον ρίζωμα που είναι ιθαγενή της Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (herb) paris, κατ' επίδραση του Paris, πρωτεύουσας της Γαλλίας].