Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Full diacritics: παραχερσία | Medium diacritics: παραχερσία | Low diacritics: παραχερσία | Capitals: ΠΑΡΑΧΕΡΣΙΑ |
Transliteration A: parachersía | Transliteration B: parachersia | Transliteration C: parachersia | Beta Code: paraxersi/a |
ἡ, (χέρσος)
A neglected condition of unirrigated land, PTeb.378.13 (iii A.D.).
ἡ, Α
η κατάσταση της χέρσας, της ακαλλιέργητης γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χέρσος + κατάλ. -ία].