πόρθημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, = sq., Plu. Sull. 16 (pl.).
German (Pape)
[Seite 683] τό, das Zerstörte, Plut. Sull. 16.
Greek (Liddell-Scott)
πόρθημα: τό, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Σύλλ. 16.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dévastation, ruine, pillage.
Étymologie: πορθέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α πορθώ
1. εκπόρθηση πόλης
2. λεηλασία, λαφυραγωγία.