νυκτιχόρευτος

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐχόρευτος Medium diacritics: νυκτιχόρευτος Low diacritics: νυκτιχόρευτος Capitals: ΝΥΚΤΙΧΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: nyktichóreutos Transliteration B: nyktichoreutos Transliteration C: nyktichoreftos Beta Code: nuktixo/reutos

English (LSJ)

ον,

   A belonging to nightly dances, Nonn.D.12.391.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐχόρευτος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς νυκτερινοὺς χορούς, Νόνν. Δ. 12. 391.

Greek Monolingual

νυκτιχόρευτος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε νυχτερινούς χορούς («λαμπάδα νυκτιχόρευτον», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + χορεύω.