ξανθογονικός
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek Monolingual
-ή, -ό
φρ. «ξανθογονικό οξύ»
χημ. συνοπτική ονομασία ομάδας ασταθών οργανικών οξέων, που τα άλατά τους σχηματίζονται με επίδραση αλκοξειδίων σε διθειάνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική του αντιδάνειου γαλλ. xanthogenique (< ξανθός + γένος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Οικονομίδη].