ξεθηλυκώνω
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + θηλυκώνω «κουμπώνω»].