ξεκολλώ

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

και ξεκολνώ, -άω
1. αποχωρίζω κάτι κολλημένο με κάτι άλλο, αποκολλώ («ξεκολλά τα γραμματόσημα από τα γράμματα»)
2. απομακρύνω κάτι ή απομακρύνομαι από κάτι («δεν ξεκολλά ούτε στιγμή από τη γυναίκα του»).