Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
και ξεκολνώ, -άω
1. αποχωρίζω κάτι κολλημένο με κάτι άλλο, αποκολλώ («ξεκολλά τα γραμματόσημα από τα γράμματα»)
2. απομακρύνω κάτι ή απομακρύνομαι από κάτι («δεν ξεκολλά ούτε στιγμή από τη γυναίκα του»).