αποκολλώ

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

(Α ἀποκολλῶ, -άω)
1. ξεκολλώ
2. αποχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, αποσπώ.