Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
1. αφαιρώ τμήμα της επιδερμίδας, προκαλώ εκδορές, αμυχές, γρατσουνίζω
2. (το μέσ.) ξεγδέρνομαι
παθαίνω εκδορές, αμυχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-δέρω (βλ. λ. γδέρνω και ξε-)].