ξεδοντιάζω
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
Greek Monolingual
1. κάνω κάποιον να χάσει τα δόντια του, βγάζω ή σπάζω τα δόντια κάποιου
2. (το μέσ.) ξεδοντιάζομαι
(για γέροντες) χάνω τα δόντια μου, πέφτουν τα δόντια μου («γέρασε πια και ξεδοντιάστηκε»)
3. μτφ. α) αναιρώ τα επιχειρήματα κάποιου αποδεικνύοντας ότι είναι αβάσιμα («έτσι όπως του μίλησα τον ξεδόντιασα και δεν ήξερε τί να απαντήσει»)
β) εξουδετερώνω, καθιστώ ανίσχυρο και ακίνδυνο κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + δόντι].