ξενώνω
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Greek Monolingual
(Α ξενῶ, -όω, ιων. τ. ξεινόω)
ξένος
αποξενώνω («πατρίδος με καὶ πόλεως τῶν φιλτάτων ἐξένωσας», Ηλιόδ.)
αρχ.
1. φιλοξενώ
2. (μέσ.-παθ.) ξενούμαι, -όομαι
α) συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον («καὶ βασιλεῡσιν ἐξενωμένος καὶ τυράννοις», Λυσ.)
β) έχω φιλική περιποίηση ως φιλοξενούμενος κάποιου
γ) υποδέχομαι και φιλοξενώ κάποιον
δ) ξενιτεύομαι
ε) εξορίζομαι.