οβελίζω
From LSJ
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
(ΑΜ ὀβελίζω) οβελός
σημειώνω με οβελό, δηλαδή με μικρή οριζόντια γραμμή, με ή χωρίς βέλος (— ή —), έναν στίχο ή ένα χωρίο για δήλωση της μη γνησιότητας του
νεοελλ.
περνώ κάτι στον οβελό για να το ψήσω, σουβλίζω.