οβελίζω

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀβελίζω) οβελός
σημειώνω με οβελό, δηλαδή με μικρή οριζόντια γραμμή, με ή χωρίς βέλος (— ή —), έναν στίχο ή ένα χωρίο για δήλωση της μη γνησιότητας του
νεοελλ.
περνώ κάτι στον οβελό για να το ψήσω, σουβλίζω.