ὀδοντοτύραννος
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, a large animal, prob.
A crocodile, in the Indus or Ganges, Ps.-Callisth.3.10.
German (Pape)
[Seite 293] ὁ, der Großzahn, ein Wurm am Indus oder Ganges, Ael. H. A. 5, 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδοντοτύραννος: ὁ, σκώληξ τις ἐν τῷ Ἰνδῷ ἢ τῷ Γάγγῃ ποταμῷ, ἴδε Αἰλ. π. Ζ. 5. 3.
Greek Monolingual
ὀδοντοτύραννος, ὁ (Α)
ζώο μεγάλου μεγέθους, πιθ. κροκόδειλος, το οποίο ζούσε στον Ινδό ή στον Γάγγη ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + τύραννος.