ξυλόφωνο
From LSJ
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
Greek Monolingual
το
κρουστό ιδιόφωνο μουσικό όργανο που αποτελείται από σειρά κλιμακωτών κουρδιζόμενων ξύλινων πλακών με διαφορετικό μήκος, τις οποίες ο οργανοπαίκτης χτυπά με δύο μικρές και λεπτές ξύλινες ράβδους με κεφαλές από μαλακό ή σκληρότερο υλικό, το οποίο επηρεάζει τη χροιά του ήχου του οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylophone < ξύλο + -φωνο (< -φωνος < φωνή)].