ξυλόφωνο

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source

Greek Monolingual

το
κρουστό ιδιόφωνο μουσικό όργανο που αποτελείται από σειρά κλιμακωτών κουρδιζόμενων ξύλινων πλακών με διαφορετικό μήκος, τις οποίες ο οργανοπαίκτης χτυπά με δύο μικρές και λεπτές ξύλινες ράβδους με κεφαλές από μαλακό ή σκληρότερο υλικό, το οποίο επηρεάζει τη χροιά του ήχου του οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylophone < ξύλο + -φωνο (< -φωνος < φωνή)].