οἰνόγαλα

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόγᾰλα Medium diacritics: οἰνόγαλα Low diacritics: οινόγαλα Capitals: ΟΙΝΟΓΑΛΑ
Transliteration A: oinógala Transliteration B: oinogala Transliteration C: oinogala Beta Code: oi)no/gala

English (LSJ)

ακτος, τό,

   A milk mixed with wine, Hp.Mul.1.80 (v.l. ὀνείῳ γάλακτι), Epid.7.82.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόγᾰλα: ακτος, τό, γάλα μεμιγμένον μετ’ οἴνου, Ἱππ. 629. 51, 123Β· ὁ Cornarius ὄνου γάλα.

Greek Monolingual

το (Α οἰνόγαλα, -ακτος) ποτό που αποτελείται από οίνο και γάλα
νεοελλ.
γάλα που έχει υποστεί οινοπνευματική ζύμωση.