ὀλβιόφρων

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβιόφρων Medium diacritics: ὀλβιόφρων Low diacritics: ολβιόφρων Capitals: ΟΛΒΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: olbióphrōn Transliteration B: olbiophrōn Transliteration C: olviofron Beta Code: o)lbio/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A leaning towards the rich, ποδάγρα Luc.Trag.194.

German (Pape)

[Seite 318] ον, dessen Sinn auf Reiche gerichtet ist, ποδάγρα, Luc. Tragodop. 656.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ φρονῶν τὰ τῶν ὀλβίων, εἰς τοὺς ὀλβίους προσκολλώμενος, ὀλβιόφρον ποδάγρα Λουκ. Τραγῳδοποδ. 193.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui ne songe qu’à la fortune et au bonheur.
Étymologie: ὄλβιος, φρήν.

Greek Monolingual

ὀλβιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που διάκειται φιλικά προς τους ολβίους, που κλίνει προς τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον ποδάγρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].