ὀμείχω

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμείχω Medium diacritics: ὀμείχω Low diacritics: ομείχω Capitals: ΟΜΕΙΧΩ
Transliteration A: omeíchō Transliteration B: omeichō Transliteration C: omeicho Beta Code: o)mei/xw

English (LSJ)

   A make water, μηδ' ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος ὀρθὸς ὀμείχειν Hes.Op.727, Pythag. ap. D.L.8.17 : aor. ὤμειξα, ὤμειξεν αἷμα Hippon.55A. (Misspelt ὀμιχεῖν and ὤμιξεν or ὤμηξεν in codd. ; cf. Skt. méhati, Lat. meiere, etc.)

Greek Monolingual

ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, -έω (Α)
ουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meiĝh- «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν - και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή του τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ, χωρίς προθεματικό φωνήεν) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός σχηματισμός από το συνώνυμο οὐρῶ, ενώ το -ι- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (πρβλ. ιδίω, ίδος). Το ρ. ὀμείχω, τέλος, συνδέεται με το ουσ. μοιχός (χωρίς προθεματικό φωνήεν), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην έννοια του διαφθορέα εραστή (βλ. και λ. μοιχός)].