ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
ὀξύχειρ, -χειρος, ὁ, ἡ (Α)
1. μτφ. εριστικός, φιλόνικος («ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής», Νικόμ.)
2. φρ. «ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ» — με γρήγορο χτύπο τών χεριών κατά τον θρήνο, (Αισχύλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + χείρ, χειρός (πρβλ. μαλακό-χειρ)].