ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
-α, -ο (Α ὀξυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει οξεία γωνία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο
μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γωνία (πρβλ. αμβλυ-γώνιος].