αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
-α, -ο (Α ὀξυγώνιος, -ον)αυτός που έχει οξεία γωνίανεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιομαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείεςαρχ.το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γωνία (πρβλ. αμβλυγώνιος].