οπουδήποτε
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(Α ὁπουδήποτε)
επίρρ. σε οποιονδήποτε τόπο, σε οποιοδήποτε μέρος ή σημείο, όπου και αν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπου + αορστλ. μόριο δήποτε (πρβλ. οπωσ-δήποτε)].