ορκωμοσία
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὁρκωμοσία) ορκωμότης
η παροχή ένορκης διαβεβαίωσης, ορκοδοσία
νεοελλ.
φρ. «ορκωμοσία δημοσίων υπαλλήλων» — ένορκη υπόσχεση που δίνεται από εκείνους οι οποίοι πρόκειται να αναλάβουν δημόσια υπηρεσία σχετικά με την τήρηση τών νόμων και την ευσυνείδητη εκτέλεση τών καθηκόντων τους.