ορνιθοτροφείο
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek Monolingual
το (Α ὀρνιθοτροφεῑον)
ορνιθοτρόφος
τόπος όπου εκτρέφονται όρνιθες
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
το (Α ὀρνιθοτροφεῑον)
ορνιθοτρόφος
τόπος όπου εκτρέφονται όρνιθες