οροϊνώδης

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek Monolingual

-ες
ιατρ. αυτός που αποτελείται από ορώδες υγρό το οποίο εμπεριέχει και ινώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. άγγλ. serofibrinous < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + fibrinous «ινώδης»].