Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οροϊνώδης

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

-ες
ιατρ. αυτός που αποτελείται από ορώδες υγρό το οποίο εμπεριέχει και ινώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. άγγλ. serofibrinous < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + fibrinous «ινώδης»].