ὀριδρόμος
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
A v. ὀρειδρόμος.
German (Pape)
[Seite 377] f. L. statt ὀρειδρόμος.
Greek Monolingual
ὀριδρόμος, -ον (Α)
δ. γρφ.) βλ. ορειδρόμος.