οστεοφυλάκιο

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

το
στεγασμένος χώρος σε νεκροταφείο όπου φυλάσσονται οι θήκες με τα λείψανα τών νεκρών μετά την εκταφή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + φυλάσσω μέσω αμάρτυρου οστεοφύλακας. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεοφυλάκιον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].