οστεοφυλάκιο

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

το
στεγασμένος χώρος σε νεκροταφείο όπου φυλάσσονται οι θήκες με τα λείψανα τών νεκρών μετά την εκταφή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + φυλάσσω μέσω αμάρτυρου οστεοφύλακας. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεοφυλάκιον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].