ουσιαστικοποίηση

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

η
η χρήση ενός τύπου μετοχής, απαρεμφάτου, επιθέτου ή αντωνυμίας ως ουσιαστικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικό + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη].