ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
ὀχετεύω (Α) οχετός1. διοχετεύω νερό με διώρυγα ή τάφρο2. κατασκευάζω κάτι ως οχετό.